O Iisous Tis Agapis

Ο Ιησούς της αγάπης

Κοινοποίηση

Σαρκώθηκε στην Ναζαρέτ, κατά πως λεν τα Ευαγγέλια, με έναν υπερφυσικό τρόπο, όταν το Πνεύμα του Θεού επισκέφθηκε την Παρθένο Μαρία. Η περιγραφή που συνοδεύει τη γέννηση του Ιησού, ήταν σκανδαλώδης εξ αρχής για τους ομοεθνείς του: Οι αρχαίοι θεοί των ειδωλολατρών μπορεί να είχαν γιους – όχι όμως ο Ένας και Μόνος πραγματικός θεός τους. Στο επιχείρημα αυτό, ο Ιησούς απάντησε με ένα εδάφιο της Παλαιάς Διαθήκης: “Είστε θεοί και γιοί του Υψίστου όλοι,  αλλά πεθαίνετε σαν άνθρωποι” (Ψαλμοί: 81). Αν τα ιερά κείμενα της θρησκείας του Ισραήλ αποκαλούσαν“θεούς” τους ανθρώπους, τον ίδιο τίτλο μπορούσε να διεκδικήσει κι εκείνος. Πολύ αργότερα, στην τελευταία του ανάκριση από την Ιερά Σύνοδο των αρχιερέων του Ισραήλ, η παραδοχή του αυτή θα τον οδηγούσε στην παράδοσή του στους Ρωμαίους.

Το πρόσωπο του Ιησού διχάζει εδώ και 2000 χρόνια τους ερευνητές και τους μελετητές της διδασκαλίας του. Οι ιστορικοί της εποχής του τον αγνοούν – αλλά δεν ήταν και πολλοί. Ούτως ή άλλως, ο Ιησούς δίδασκε πάντα στην επαρχία αποφεύγοντας τα αστικά κέντρα της Ιουδαίας, μέχρι την τελική του, μοιραία είσοδο στην Ιερουσαλήμ. Η ίδια η Ναζαρέτ είναι επίσης μια μυστήρια πόλη: Δεν αναφέρεται πουθενά στην Παλαιά Διαθήκη, την αγνοεί ο Ιώσηπος στο γεωγραφικό του σύγγραμμα “Ιουδαϊκές Αρχαιότητες”. Οι αρχαιολόγοι της Καθολικής Εκκλησίας που διεξήγαγαν ανασκαφές στην περιοχή, καταλήγουν στο συμπέρασμα πως η Ναζαρέτ ήταν μια ασήμαντη διαμετακομιστική πόλη με 35 σπίτια, των οποίων σώζονται μονάχα τα θεμέλια. Μία αναφορά στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη (1:46) μας υποψιάζει για μία ενδεχομένως κακόφημη πόλη: Όταν ο Φίλιππος μιλά στον Ναθαναήλ για τον Ιησού, ο τελευταίος του απαντά: “Από την Ναζαρέτ, είναι δυνατόν να έχει βγει κάτι καλό;” (“Εκ Ναζαρέτ δύναται τι αγαθόν είναι;”).

Η έλλειψη ιστορικών τεκμηρίων για τη ζωή του Ιησού, οδηγεί αρκετούς σήμερα να αμφισβητούν ακόμα και την ύπαρξή του. Αδυνατούν ωστόσο να εξηγήσουν, πώς μία φανταστική προσωπικότητα κατέστη δυνατόν να τραντάξει συθέμελα μία ολόκληρη Αυτοκρατορία, και πώς οι ίδιοι οι Ρωμαίοι ή οι Εβραίοι δεν αντέταξαν ως πρώτιστο επιχείρημα εναντίον των χριστιανών, την ανυπαρξία του διδασκάλου τους.

Τα Ευαγγέλια πασχίζουνε να πείσουν τον καχύποπτο: Οι αναφορές του Ματθαίου και του Λουκά για την καταγωγή του Ιησού, υποδεικνύουν δύο διαφορετικές γενεαλογίες, που και οι δύο έχουν ως σκοπό να καταδείξουν την καταγωγή του Ιακώβ, του πατέρα του Ιησού, από τον βασιλέα Δαυίδ – δηλαδή τις νόμιμες αξιώσεις του στον θρόνο του Ισραήλ, σύμφωνα με τις προφητείες για τον Μεσσία. Η επιλογή είναι περίεργη, δεδομένου πως ο Ιησούς δεν είχε ως φυσικό πατέρα τον Ιακώβ και ο ίδιος απαρνήθηκε το γήινο βασίλειο, δηλώνοντας πως “η Βασιλεία μου δεν είναι του κόσμου τούτου”. Κατά κάποιον περίεργο τρόπο ωστόσο, μέχρι και την τελευταία στιγμή δείχνει να διατηρεί τις αξιώσεις του, αν όχι στο βασίλειο του Ισραήλ, τουλάχιστον στους τίτλους του: Ενώπιον του Πιλάτου, κατηγορεί εμμέσως τους αρχιερείς για προδοσία, υπαινισσόμενος πως τον παρέδωσαν σε άνθρωπο του κατακτητή (Κατά Ιωάννη 19:11). Ο απόστολος Παύλος αργότερα, στις επιστολές του δεν πραγματοποιεί καμία αναφορά στην παρθενογένεση, ενώ προτρέπει τον μαθητή του τον Τιμόθεο “να μην δίνει σημασία σε μύθους και σε ατέλειωτες γενεαλογίες που περισσότερο δίνουν λαβές για συζητήσεις παρά οικοδομούν την πίστη” (Α’ Προς Τιμόθεον, 1:4). Να εννοεί άραγε τις παραπάνω;

Η χριστιανική θρησκεία σμίλεψε την εθνική μας παράδοση, καθώς και την Ιστορία του Δυτικού Πολιτισμού. Συνηθίζουμε να λέμε πως ο Χριστός κήρυξε την αγάπη. Αυτό είναι αλήθεια. Την ίδια στιγμή ωστόσο διακήρυξε πως “όποιος αγαπά τον γιο του ή την κόρη του περισσότερο από μένα, δεν είναι άξιος να λέγεται μαθητής μου” – μια αναφορά που λίγη σημασία δείχνει να δίνει στον θεσμό της οικογένειας. Οι άγγελοι στη γένησή του ψάλλουν το “επί γης ειρήνη και καλή θέληση στους ανθρώπους” αλλά ο Ιησούς δίδαξε πως “δεν ήρθα για να φέρω ειρήνη αλλά μαχαίρι – να διχάσω τον άνθρωπο κατά του πατέρα του, την κόρη ενάντια στη μητέρα της και τη νύφη κατά της πεθεράς της” (Κατά Ματθαίον 10:34). Πώς συμβιβάζονται όλα αυτά;

Ο καθένας διαλέγει από το κήρυγμα του Ιησού το κομμάτι που τον βολεύει, για να αποδείξει μια συγκεκριμένη ανάγνωση της διδασκαλίας του. Οι πρώιμοι σοσιαλιστές, είδαν στον Χριστό τον πρόδρομό τους: Έναν επαναστάτη που τα βάζει με τους τραπεζίτες, τους θεομπαίχτες και τους υποκριτές, που στέκεται πλάι στους αδικημένους της ζωής, τους ταπεινούς, τους καταφρονεμένους. Οι πιστοί στέκονται στα θαύματά του, σαν απόδειξη της θείας του καταγωγής και δύναμης. Οι οπαδοί του δυτικού πολιτισμού, στέκονται στις “χριστιανικές αξίες της φιλανθρωπίας, της ειρήνης και της επιείκειας”. Η ευαγγελική περικοπή που θέλει τους στρατιώτες να έβαλαν σε κλήρωση τον ματωμένο του χιτώνα, λαμβάνει σήμερα μία συμβολική ικανοποίηση.

Εάν θα θέλαμε να κάνουμε από δω μία δική μας, ίσως αιρετική ερμηνεία της διδασκαλίας του, θα λέγαμε πως ο Χριστός δεν κήρυξε τίποτε από τα παραπάνω: Το ακριβώς αντίθετο συνέβη: Οι εντολές του ήταν απόλυτα ακραίες και για τον λόγο αυτό, παντελώς ανεφάρμοστες. Ζητούσε απ’ τους ανθρώπους να συγχωρούν όσους τους αδίκησαν, όχι μονάχα επτά φορές όπως όριζε ο νόμος του Μωυσή, αλλά “εβδομήντα φορές επτά”, δηλαδή μονίμως. Ζητούσε το αδύνατο, το μεγαλύτερο ίσως θαύμα στον κόσμο: “Να αγαπά κανείς τους εχθρούς του, να ευλογεί όσους τον καταριούνται, να ευεργετεί όσους τον μισούν και να προσεύχεται για όσους τον διώκουν” (Κατά Ματθαίον 5:44). Τέτοιες εντολές δεν είναι δυνατόν να λάβουν σάρκα και οστά, παρά σε καθεστώς ακραίας υποκρισίας ή καταπίεσης.

Για να συλλάβει κανείς τον ανθρωπότυπο που πρότεινε ο Ιησούς στον κόσμο, θα πρέπει να διαθέτει ψυχοσύνθεση διαφορετική από κείνη με την οποία προικίζει η φύση τον μέσο άνθρωπο. Για να τον ενσαρκώσει, θα πρέπει να έχει πιεί “το νερό που αν πιείς δεν θα διψάσεις ξανά” όπως πρότεινε στη γυναίκα απ’ τη Σαμάρεια (Κατά Ιωάννην 4:13) να έχει “αιχμαλωτιστεί” από τα δίχτυα που “ψαρεύουν ανθρώπους” (Κατά Ματθαίον 4:19). Να είναι ο άνθρωπος “που έχει γεννηθεί από το Πνεύμα, και που ακούς τη φωνή του μα δεν γνωρίζεις από πού έρχεται και πού πηγαίνει, όπως ο άνεμος” (Κατά Ιωάννη 3:8). Σαν από ένστικτο, κανένας από τους οπαδούς του Χριστού – και ιδίως οι πλέον φανατικοί – δεν δίνει σημασία στους λόγους αυτούς.

Όσες πρακτικές οδηγίες έδωσε ο Ιησούς, δεν αποσκοπούν σε τίποτε άλλο, παρά στην συγκλονιστική εκείνη εμπειρία που θα μπορούσε να λάβει χώρα στο ανθρώπινο σώμα, συναισθήματα και νόηση, μεταμορφώνοντάς τα σε κάτι διαφορετικό – μια εμπειρία που μπορούμε να συλλάβουμε μονάχα με τη φαντασία μας, μέσω λέξεων, εικόνων και παραστάσεων που έχουν γεννηθεί από εμπειρίες διαφορετικές. Οι λέξεις, οι εικόνες και οι παραστάσεις αυτές, οικοδομούν μία θρησκευτική Παράδοση, έναν Πολιτισμό, μεγάλο μέρος της εθνικής και γλωσσικής μας ταυτότητας. Η παρακαταθήκη αυτή δεν είναι άχρηστη: Συνιστά μια πρακτική φιλοσοφία, που μας βοηθά συχνά να επαναφέρουμε την ψυχή μας στο κέντρο της και τον συνάνθρωπό μας στην εστία της προσοχής μας. Μας καθιστά δικαιότερους, σε έναν κόσμο που βουλιάζει στη βαρβαρότητα. Δεν συνιστά από μόνη της ωστόσο, το ίδιο το Γεγονός.

Τα Χριστούγεννα σαν γιορτή, συνιστούν την επαγγελία ενός θαύματος. Όχι ενός θαύματος που συνέβη πριν 2000 χρόνια, αλλά ενός θαύματος που μπορεί υπό προϋποθέσεις να συμβεί σε μας τους ίδιους – ως άτομα και ως κοινότητα. Τα Χριστούγεννα, είναι το θαύμα του “ως εν ουρανώ και επί της γης”, που περιέλαβε ο Ιησούς στην προσευχή που πρότεινε στους ανθρώπους. Αν ζούσε σήμερα στον κόσμο, ίσως μας έλεγε, πως όσο περισσότερο μας ταράζει μια τέτοια προοπτική, τόσο κοντύτερα στο θαύμα βρισκόμαστε…

Ανδρέας Μακρίδης, δημοσιογράφος

Κοινοποίηση

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *