I Tainia Eytixia

Η ταινία “Ευτυχία” του Άγγελου Φραντζή

Κοινοποίηση

Υπάρχει βιογραφία ενός συντελεστή του λαϊκού μας τραγουδιού, απ’ την οποία να απουσιάζει εντελώς ο λαός; Υπάρχει κινηματογραφική απόδοση μιας προσωπικότητας, όταν τα μόνα στοιχεία που την σκιαγραφούν είναι τα πάθη της – η μάλλον, το κυρίαρχο πάθος της; Μπορεί να πιστέψει κανείς πως η στιχουργός του “Γυάλινου Κόσμου” του Καζαντζίδη, εμπνεύστηκε απλώς από μια κακή βραδιά στην πράσινη τσόχα;

Αν η απάντηση στα παραπάνω είναι θετική, τότε η “Ευτυχία” του Άγγελου Φραντζή, είναι όντως η “ελληνική ταινία της δεκαετίας”, αν κρίνω απ’ τις δεκάδες ενθουσιαστικές κριτικές που της αφιερώνουν οι θεατές της στο “Αθηνόραμα” και στο Youtube. Ανάμεσά τους και ένας παλιός γνωστός μου που κατηγορούσε το “1968” του Μπουλμέτη ως ταινία που δήθεν κολάκευε τη Χούντα, αλλά σήμερα πετά τη σκούφια του για την γελοιογραφία ετούτη.

Όλοι είχαμε ακούσει κάτι για την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου. Πως ήταν στρυφνός χαρακτήρας, πως έπαιζε χαρτιά, πως ήταν μονίμως χρεωμένη και πούλαγε τους στίχους της κοψοχρονιά. Αν αυτά και μόνον αρκούν για να εικονογραφήσουν την στιχουργό του “Είμαι αητός χωρίς φτερά”, τότε θα πρέπει να περιμένουμε και μια αντίστοιχη ταινία για τον δύστροπο και αντισημίτη Στέλιο Καζαντζίδη, την αθυρόστομη και λεσβία Σωτηρία Μπέλλου, ή τον χασικλή Βασίλη Τσιτσάνη, τον κουμπάρο του Μουσχουντή που έκλεβε τραγούδια από τον αδερφό του.

Η “Ευτυχία” του Φραντζή ξεκινά με καλές προδιαγραφές – με ένα ολιγόλεπτο αφιέρωμα στην καταστροφή της Σμύρνης απ’ όπου καταγόταν η Παπαγιαννοπούλου. Το αφιέρωμα αυτό αποδεικνύεται εντελώς προσχηματικό, καθώς τίποτε απολύτως δεν συνδέει την προσφυγοπούλα Ευτυχία με το πρόσωπο που βλέπουμε να πρωταγωνιστεί στη συνέχεια. Θα μπορούσε να είχε γεννηθεί οπουδήποτε και οποτεδήποτε. Θα μπορούσε επίσης να έχει ζήσει οπουδήποτε και οποτεδήποτε: Στην ταινία δεν υπάρχει Κατοχή, δεν υπάρχει Εμφύλιος, δεν υπάρχουν ειδήσεις, δεν υπάρχει δείγμα κοινωνικής αδικίας πέραν από μια σκηνή που δύο αλήτες επιτίθενται στον γκέι της ταινίας, τον Λουκά (Θάνο Τοκάκη) κατά τη συνήθεια της εποχής.

Η ξενιτειά που γέννησε το “Φεύγω με πίκρα στα ξένα” του Στέλιου Καζαντζίδη, περνά στο πανί μονάχα με την αναγγελία της κόρης της Ευτυχίας πως “στην Ελλάδα δεν υπάρχει μεροκάματο και θα φύγω στην Αμερική” – ξερά, απρόσωπα, χωρίς δραματικό υπόβαθρο, καθώς σχεδόν όλες οι σκηνές διαδραματίζονται μέσα σε ένα δωμάτιο, ή στην αυλή που το περιστοιχίζει. Κάποιες αναφορές πως η Παπαγιαννοπούλου ήταν διανοούμενη, σύχναζε στα μικράτα της στην Εθνική Βιβλιοθήκη όπου και γνώρισε τον σύζυγό της, εξαφανίζονται στη συνέχεια. Έπαψε να διαβάζει βιβλία; Συνέχισε; Έγραψε στίχους σπουδαίους που δεν έγιναν επιτυχίες; Ο Φραντζής δεν γνωρίζει, δεν απαντά – και το κυριότερο, νιώθει εξαιρετικά άνετα στην σιωπή του.

Ο υπομονετικός αναγνώστης, δίκαια θα αναρωτιέται ήδη με τι γεμίζει η 120 λεπτών κινηματογραφική βιογραφία. Η απάντηση είναι απλή: Γεμίζει με την τσόχα, τους διαρκείς καυγάδες της ηρωίδας με τον άντρα της, τις κόρες της και τους γαμπρούς της, στο στυλ των υστερικών καυγάδων που στήνουν εδώ και 20 χρόνια οι Ρέππας και Παπαθανασίου στα σήριαλ της ελληνικής τηλεόρασης. Με τα κέρατα του ενός και της άλλης, με τον πανταχού παρόντα “κραγμένο” Λουκά, και μια Καραμπέτη που παραδέρνει μεταξύ Μαρίας Σολωμού και του παλιού τραγωδού εαυτού της. Άρκεσε μία και μοναδική σκηνή όπου ακούγεται ο Καζαντζίδης από το ραδιόφωνο, για να εκτεθεί η συντριπτική αναντιστοιχία εικόνας και εικονιζόμενου, και η κατάρρευση του επί σκηνής θιάσου σαν πύργου από τραπουλόχαρτα.

Φαντάζομαι πως ο Φραντζής θα ήθελε πολύ να γίνει μια μέρα Αλμοδοβάρ, αλλά και στην περίπτωση αυτή, “τα ράσα δεν κάνουν τον παπά”, ούτε τα όντως προσεγμένα κοστούμια μπορούν να αναστήσουν μια εποχή, με την οποία ο δημιουργός αδυνατεί να επικοινωνήσει. Σε ό,τι αφορά δε, και κάποιες άλλες λεπτομέρειες, η Ευτυχία αποφασίζει “να δώσει στίχους στον Χατζηδάκη” ενώ έχουμε ήδη ακούσει τον “Αητό χωρίς φτερά” να παίζεται από το ραδιόφωνό της. Η μάνα της νωρίτερα, ειρωνεύεται τον Τσιτσάνη, λέγοντάς του περίπου, πως “αν είσαι εσύ ο Τσιτσάνης εγώ είμαι ο Ζαμπέτας” – πότε; – το 1952 που ο Ζαμπέτας ήταν τελείως άγνωστος, ενώ ο Τσιτσάνης έκλεινε ήδη 15 χρόνια δισκογραφίας.

Απ’ την ταινία “Ευτυχία” διασώζεται κατά τη γνώμη μου το ολιγόλεπτο συγκινητικό φινάλε, ο ρόλος και η ερμηνεία του Πυγμαλίωνα Δαδακαρίδη ως συζύγου της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, οι ερμηνείες της Γκουλιώνη και του Τοκάκη πάνω στο δεδομένο σενάριο, και κάποια ανεκδοτολογικά στιγμιότυπα που θα μπορούσαν να γεμίσουν όμορφα μια άλλη ταινία. Το σύνολο με απογοήτευσε τόσο, που να αναρωτιέμαι αν είδα την ίδια ταινία με τους χειροκροτητές της.

Ανδρέας Μακρίδης, δημοσιογράφος

Κοινοποίηση

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *